τριχοφάγος

τριχοφάγος
ο, Ν
ιατρ.
1. κοινή ονομασία τής γυροειδούς αλωπεκίας
2. φλυκταινώδης δερματοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + -φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριχοφάγος — ο 1. πέσιμο τριχών ή προσωρινή έλλειψή τους στο τριχωτό του δέρματος. 2. δερματοπάθεια στις ρίζες των τριχών, κυρίως του μουστακιού και των γενιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”